- ἀγωνοθέτου
- ἀγωνοθέτηςjudge of the contestsmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναγωνοθέτης — ὁ, Α [ἀγωνοθέτης] αυτός που εκτελεί καθήκοντα αγωνοθέτου μαζί με άλλον … Dictionary of Greek